νεκροφυλακείο

νεκροφυλακείο
το
οίκημα σε νεκροταφείο ή νοσοκομείο, όπου φυλάσσονται προσωρινά οι νεκροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροφύλακας. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”